Έλα, μη φοβάσαι. Το βλέπω στα μάτια σου.
Ορθάνοιχτα, η καρδιά σου σχεδόν ακούγεται.
Οι ανάσες θαρρείς πως στο οξυγόνο αυτό δεν αρκούνται.
Το βήμα σου δειλό, τα κόκκαλά σου δύσκολα ωθούνται.
Πιάσε το χέρι μου, η βοήθειά μου έρχεται.
Το χέρι μου τρέμει όπως και το δικό σου.
Ξέρω τι θα με ρωτήσεις.
Οι άλλοι γιατί είναι ήρεμοι;
Γιατί να μην φοβούνται;
Πως κοιμούνται ήσυχοι
και τι αναρωτιούνται;
Να χαίρεσαι που τον φόβο έτυχε να ζήσεις.
Εκείνοι που τρέμουν είναι οι λίγοι
που γνωρίζουν πως η μάχη των μαχών
στο αφτί τους ψιθυρίζει.
Και τότε την κοιτούν και εκείνη τους αγγίζει,
το αίμα το χώμα πλημμυρίζει και είναι των εχθρών.
Έτσι σώζουν ό,τι αγαπούν αυτοί οι λίγοι.
Οι άλλοι που δε ψυχανεμίζονται την αλλαγή
οι φιλήσυχοι και οι υπεράνω
στην πηγάδα της Ιστορίας πέφτουν
κι η εξέλιξη τους έχει πια ξεφορτωθεί.
Άνθρωποι που δε κοιτούν πια άνω
γιατί τις επιλογές τους τώρα μισούν.
Ο φόβος τελικά μαρτυρά τους νικητές
γιατί φοβούνται πριν ματώσουν
και σαν τον κατατροπώσουν
οι καρδιές τους είναι φλογερές.
Η φλόγα απ΄την καρδιά τους καίει
ό,τι παλιό και σάπιο στο νου τους επιπλέει.
Ο φόβος γεννιέται από το μυαλό σου για να σφαχτεί από τις πράξεις σου. Και όταν σφαχτεί στην εξέλιξη θα θυσιαστεί και εκείνη απλόχερα θα σου δώσει μια ζωή ελεύθερη και α-ληθινή.
Μεγαλύτερη ήττα δεν υπάρχει, από το να έχεις τον φόβο σου στο νεκροκρέββατό του και να τον ταΐσεις θαλπωρή. Η δείλια σου τροφή του μπορεί να γίνει ακόμη και στην ύστατη στιγμή.
Στη στράτα που βαδίζουμε απλώνουμε φωτιά
εύκολα, όπως στα ξερά φύλλα της ελιάς,
μα δεν αγριεύεσαι γρι,
η ανάσα σου στέκει έντονη,
τα μεγάλα σου μάτια πια,
το μέλλον καρφώνουν προκλητικά.
Αυτό ήθελα να δω και αισθάνομαι χαρά,
γιατί σε άλλα ζευγάρια μάτια,
αυτά όλα φάνταζαν όνειρα ανεκπλήρωτα.
Ορθάνοιχτα, η καρδιά σου σχεδόν ακούγεται.
Οι ανάσες θαρρείς πως στο οξυγόνο αυτό δεν αρκούνται.
Το βήμα σου δειλό, τα κόκκαλά σου δύσκολα ωθούνται.
Πιάσε το χέρι μου, η βοήθειά μου έρχεται.
Το χέρι μου τρέμει όπως και το δικό σου.
Ξέρω τι θα με ρωτήσεις.
Οι άλλοι γιατί είναι ήρεμοι;
Γιατί να μην φοβούνται;
Πως κοιμούνται ήσυχοι
και τι αναρωτιούνται;
Να χαίρεσαι που τον φόβο έτυχε να ζήσεις.
Εκείνοι που τρέμουν είναι οι λίγοι
που γνωρίζουν πως η μάχη των μαχών
στο αφτί τους ψιθυρίζει.
Και τότε την κοιτούν και εκείνη τους αγγίζει,
το αίμα το χώμα πλημμυρίζει και είναι των εχθρών.
Έτσι σώζουν ό,τι αγαπούν αυτοί οι λίγοι.
Οι άλλοι που δε ψυχανεμίζονται την αλλαγή
οι φιλήσυχοι και οι υπεράνω
στην πηγάδα της Ιστορίας πέφτουν
κι η εξέλιξη τους έχει πια ξεφορτωθεί.
Άνθρωποι που δε κοιτούν πια άνω
γιατί τις επιλογές τους τώρα μισούν.
Ο φόβος τελικά μαρτυρά τους νικητές
γιατί φοβούνται πριν ματώσουν
και σαν τον κατατροπώσουν
οι καρδιές τους είναι φλογερές.
Η φλόγα απ΄την καρδιά τους καίει
ό,τι παλιό και σάπιο στο νου τους επιπλέει.
Ο φόβος γεννιέται από το μυαλό σου για να σφαχτεί από τις πράξεις σου. Και όταν σφαχτεί στην εξέλιξη θα θυσιαστεί και εκείνη απλόχερα θα σου δώσει μια ζωή ελεύθερη και α-ληθινή.
Μεγαλύτερη ήττα δεν υπάρχει, από το να έχεις τον φόβο σου στο νεκροκρέββατό του και να τον ταΐσεις θαλπωρή. Η δείλια σου τροφή του μπορεί να γίνει ακόμη και στην ύστατη στιγμή.
Στη στράτα που βαδίζουμε απλώνουμε φωτιά
εύκολα, όπως στα ξερά φύλλα της ελιάς,
μα δεν αγριεύεσαι γρι,
η ανάσα σου στέκει έντονη,
τα μεγάλα σου μάτια πια,
το μέλλον καρφώνουν προκλητικά.
Αυτό ήθελα να δω και αισθάνομαι χαρά,
γιατί σε άλλα ζευγάρια μάτια,
αυτά όλα φάνταζαν όνειρα ανεκπλήρωτα.