Λίγο πριν τις 9 το βράδυ στον παγερό Βόλο, έξω από τον Άγιο Νικόλαο. Τα μαγαζιά στο εορταστικό τους ωράριο και η Ερμού θύμιζε κάτι από τις παλιές ένδοξες μέρες της, αρκετός κόσμος πηγαινοερχόταν και τα χνώτα τους λευκά, σαν το χιόνι που διακριτικά πλέον κυριαρχούσε στο γρασίδι και τις απάτητες γωνιές. Κάπου στο βάθος ένα βιολί ακούγεται, χωρίς ιδιαίτερη τεχνική αλλά με αδιασάλευτη συγκέντρωση και προσήλωση.
Πλησιάζω και βλέπω έναν γνωστό μουσικό του δρόμου, γνωστή φάτσα. Σίγουρα θα τον έχετε δει να σας χαμογελά ενώ διασχίζετε την Ερμού, όσοι έχετε βρεθεί στο Βόλο. Τον πλησιάζω και του πετώ ένα δίφραγκο στη θήκη, χαμογελά, πάω και στέκομαι δίπλα του. Του είπα καλή χρονιά, από τις μελωδίες του την ψιλιάστηκα και τον ρώτησα από ποιο μέρος των Βαλκανίων είναι. Ανταπέδωσε τις ευχές, σταμάτησε να παίζει και άρχισε να μου μιλά. Είναι ο Ρένο, από την Κραϊόβα της Ρουμανίας. Τσιγγάνος αν κρίνω από τα χαρακτηριστικά του. Ζει 55 χρόνια, πολλά από τα οποία τα έφαγε στην Ελλάδα, έχει ζήσει στην Κατερίνη, τη Λάρισα, την Αθήνα και τελικά τα τελευταία οκτώ αράζει στον Βόλο.
Λέγοντάς μου την καταγωγή του, του ανέφερα πως και εγώ έχω βρεθεί σε ορισμένες πόλεις της χώρας του. Μεταξύ αυτών, ξεχώρισε το Brasov, με ρώτησε αν πήγα χειμώνα εκεί, του απάντησα θετικά και μετά είπε πως είναι μαγικό το χειμώνα και με ρώτησε αν πήγα εκεί για σκι. Του είπα πως παίζω και εγώ μουσική και πήγαινα τότε για συναυλίες αλλά όχι πια. Με παράπονο λέει: "Γιατί σταμάτησες;", του έκανα τη χειρονομία του χρήματος και τότε αυτός λέει "Ε για αυτό σου λέω, γιατί σταμάτησες;" Δεν μπορούσα να του απαντήσω. Είχε απόλυτο δίκιο, γέλασα χαζά, τότε τη μουσική την είχα ρομαντικά στο μυαλό μου και όχι ως μέσο επιβίωσης και έκφρασης.
Κοιτάω τη θήκη του, μαζί με την προσφορά μου, δε πρέπει να είχε πάνω από 10 ευρώ. Του δείχνω και λέω "Πως πάει;"
"Σήμερα όχι καλά. Λεφτά δίνουν όχι επειδή τους αρέσει η μουσική, αλλά επειδή σε λυπούνται."
Μετά τον ρώτησα για τα ταξίδια του. "Από όλες τις ελληνικές πόλεις που βρέθηκες γιατί κατέληξες εδώ; Που σου άρεσε καλύτερα;"
Δείχνει με επιμονή το έδαφος και λέει "Εδώ! Η Κατερίνη δεν είχε κίνηση, δε τα έβγαζα πέρα, στη Λάρισα ήταν καλά, έπαιζα μαζί με άλλους και βγάζαμε 400 ευρώ τη μέρα, τουλάχιστον! Πληρώναμε ξενοδοχείο, φαγητό, τσιγάρα και αλκοόλ! Μετά η Λάρισα έγινε όπως θα γίνετε και εσείς, η Αθήνα ζούγκλα, τσιγκούνηδες, ρατσιστές, έρχονταν τα παιδάκια να με ακούσουν και οι μανάδες τους τα τραβούσαν μακριά, σαν να ήμουν άρρωστος!"
"Τι εννοείς όπως θα γίνουμε εμείς;"
Μου δείχνει γύρω μας και λέει: "Κοίτα, όλα αυτά τα μαγαζιά, τα μεγάλα με τα φώτα, είδανε ότι εσείς εδώ είστε ήρεμα και περνάτε απλά και καλά και έρχονται τώρα να σας εκμεταλλευτούν. Από το εξωτερικό, από την Αθήνα, έρχονται συνέχεια με τα λαμπερά τους φώτα. Να κοίτα!" Μου δείχνει πινακίδες αυτοκινήτων, άλλη από Θεσσαλονίκη και άλλη από Αθήνα. Ουσιαστικά μου μιλούσε για την εισβολή του Κεφαλαίου στις μικρές κοινωνίες, το οποίο αλλάζει εντελώς το πρόσωπο της εκάστοτε πόλης και από μια κουλτούρα παραγωγής και αυτάρκειας ωθεί τους πολίτες σε υπερκαταναλωτικά όργια. Συμφωνούσα μαζί του.
Η ώρα πέρασε και του είπα να συνεχίσει, ώστε να μη του κόβω το μεροκάματο. Κοίταξε το ρολόι της εκκλησίας και μη μπορώντας να διακρίνει την ώρα με ρώτησε αν είναι 8 ή 9. Του είπα πως είχε πάει 9. Τότε αυτός, σχεδόν χαρούμενος και δείχνοντάς μου ότι έχει παγώσει μου είπε πως δε θα παίξει άλλο.
Συνεχίσαμε την κουβέντα μας για λίγο ακόμη, μέχρι που έπρεπε να φύγω, χαιρετηθήκαμε. Στο τέλος μου πρότεινε μια μέρα να παίξουμε μαζί. Μου άρεσε πολύ η ιδέα!
Αυτό όμως που μου έκανε την περισσότερη εντύπωση, δεν ήταν τα λόγια του. Καθ΄όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας, πριν από αυτή αλλά και αφού χαιρετηθήκαμε, το χαμόγελό του παρόν. Και πάντα ξεχωρίζουμε τα πλαστά από τα αληθινά, αυτό ήταν αληθινό. Δεν έχω δει πιο χαρούμενο άνθρωπο με τόσα λίγα. Εκτίμησα τον Ρένο πάρα πολύ για αυτό. Και ίσως να τον ζήλεψα και λίγο.
Πλησιάζω και βλέπω έναν γνωστό μουσικό του δρόμου, γνωστή φάτσα. Σίγουρα θα τον έχετε δει να σας χαμογελά ενώ διασχίζετε την Ερμού, όσοι έχετε βρεθεί στο Βόλο. Τον πλησιάζω και του πετώ ένα δίφραγκο στη θήκη, χαμογελά, πάω και στέκομαι δίπλα του. Του είπα καλή χρονιά, από τις μελωδίες του την ψιλιάστηκα και τον ρώτησα από ποιο μέρος των Βαλκανίων είναι. Ανταπέδωσε τις ευχές, σταμάτησε να παίζει και άρχισε να μου μιλά. Είναι ο Ρένο, από την Κραϊόβα της Ρουμανίας. Τσιγγάνος αν κρίνω από τα χαρακτηριστικά του. Ζει 55 χρόνια, πολλά από τα οποία τα έφαγε στην Ελλάδα, έχει ζήσει στην Κατερίνη, τη Λάρισα, την Αθήνα και τελικά τα τελευταία οκτώ αράζει στον Βόλο.
Λέγοντάς μου την καταγωγή του, του ανέφερα πως και εγώ έχω βρεθεί σε ορισμένες πόλεις της χώρας του. Μεταξύ αυτών, ξεχώρισε το Brasov, με ρώτησε αν πήγα χειμώνα εκεί, του απάντησα θετικά και μετά είπε πως είναι μαγικό το χειμώνα και με ρώτησε αν πήγα εκεί για σκι. Του είπα πως παίζω και εγώ μουσική και πήγαινα τότε για συναυλίες αλλά όχι πια. Με παράπονο λέει: "Γιατί σταμάτησες;", του έκανα τη χειρονομία του χρήματος και τότε αυτός λέει "Ε για αυτό σου λέω, γιατί σταμάτησες;" Δεν μπορούσα να του απαντήσω. Είχε απόλυτο δίκιο, γέλασα χαζά, τότε τη μουσική την είχα ρομαντικά στο μυαλό μου και όχι ως μέσο επιβίωσης και έκφρασης.
Κοιτάω τη θήκη του, μαζί με την προσφορά μου, δε πρέπει να είχε πάνω από 10 ευρώ. Του δείχνω και λέω "Πως πάει;"
"Σήμερα όχι καλά. Λεφτά δίνουν όχι επειδή τους αρέσει η μουσική, αλλά επειδή σε λυπούνται."
Μετά τον ρώτησα για τα ταξίδια του. "Από όλες τις ελληνικές πόλεις που βρέθηκες γιατί κατέληξες εδώ; Που σου άρεσε καλύτερα;"
Δείχνει με επιμονή το έδαφος και λέει "Εδώ! Η Κατερίνη δεν είχε κίνηση, δε τα έβγαζα πέρα, στη Λάρισα ήταν καλά, έπαιζα μαζί με άλλους και βγάζαμε 400 ευρώ τη μέρα, τουλάχιστον! Πληρώναμε ξενοδοχείο, φαγητό, τσιγάρα και αλκοόλ! Μετά η Λάρισα έγινε όπως θα γίνετε και εσείς, η Αθήνα ζούγκλα, τσιγκούνηδες, ρατσιστές, έρχονταν τα παιδάκια να με ακούσουν και οι μανάδες τους τα τραβούσαν μακριά, σαν να ήμουν άρρωστος!"
"Τι εννοείς όπως θα γίνουμε εμείς;"
Μου δείχνει γύρω μας και λέει: "Κοίτα, όλα αυτά τα μαγαζιά, τα μεγάλα με τα φώτα, είδανε ότι εσείς εδώ είστε ήρεμα και περνάτε απλά και καλά και έρχονται τώρα να σας εκμεταλλευτούν. Από το εξωτερικό, από την Αθήνα, έρχονται συνέχεια με τα λαμπερά τους φώτα. Να κοίτα!" Μου δείχνει πινακίδες αυτοκινήτων, άλλη από Θεσσαλονίκη και άλλη από Αθήνα. Ουσιαστικά μου μιλούσε για την εισβολή του Κεφαλαίου στις μικρές κοινωνίες, το οποίο αλλάζει εντελώς το πρόσωπο της εκάστοτε πόλης και από μια κουλτούρα παραγωγής και αυτάρκειας ωθεί τους πολίτες σε υπερκαταναλωτικά όργια. Συμφωνούσα μαζί του.
Η ώρα πέρασε και του είπα να συνεχίσει, ώστε να μη του κόβω το μεροκάματο. Κοίταξε το ρολόι της εκκλησίας και μη μπορώντας να διακρίνει την ώρα με ρώτησε αν είναι 8 ή 9. Του είπα πως είχε πάει 9. Τότε αυτός, σχεδόν χαρούμενος και δείχνοντάς μου ότι έχει παγώσει μου είπε πως δε θα παίξει άλλο.
Συνεχίσαμε την κουβέντα μας για λίγο ακόμη, μέχρι που έπρεπε να φύγω, χαιρετηθήκαμε. Στο τέλος μου πρότεινε μια μέρα να παίξουμε μαζί. Μου άρεσε πολύ η ιδέα!
Αυτό όμως που μου έκανε την περισσότερη εντύπωση, δεν ήταν τα λόγια του. Καθ΄όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας, πριν από αυτή αλλά και αφού χαιρετηθήκαμε, το χαμόγελό του παρόν. Και πάντα ξεχωρίζουμε τα πλαστά από τα αληθινά, αυτό ήταν αληθινό. Δεν έχω δει πιο χαρούμενο άνθρωπο με τόσα λίγα. Εκτίμησα τον Ρένο πάρα πολύ για αυτό. Και ίσως να τον ζήλεψα και λίγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου